πυροβόλος

πυροβόλος
πυροβόλος
fire-darting
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυροβόλος — ο / πυροβόλος, ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, ον, Α νεοελλ. 1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι 2. φρ. «πυροβόλα όπλα» στρ.… …   Dictionary of Greek

  • πυροβόλα — πυροβόλος fire darting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλοι — πυροβόλος fire darting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλοις — πυροβόλος fire darting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλους — πυροβόλος fire darting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροβόλων — πυροβόλος fire darting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόδοχας — ο το προεξέχον ανώτατο μέρος τών τοίχων ενός οικοδομήματος, το οποίο, όταν καλυφθεί με πλάκες, συγκρατεί με χώμα ή πηλό την επίστρωση οριζόντιας στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος + δέχομαι αντί ακροδόχος (πρβλ. ακρο (Ι)) ο αναβιβασμός του τόνου… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρβόλος — ον, Α βλ. πυροβόλος …   Dictionary of Greek

  • πυριβόλος — ον, Α βλ. πυροβόλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”